- λευκόιον
- λευκόϊον , λευκόιονwhite-violetneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Leucojum — Leucojum … Wikipédia en Français
Левкой — ? Левкой … Википедия
Leucojum — vern … Wikipédia en Français
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek
λευκόινος — λευκόϊνος, ΐνη, ον και λευκόϊος, ον (Α) [λευκόϊον] 1. (για στεφάνι) ο κατασκευασμένος από λευκά ία 2. λευκός … Dictionary of Greek
λευκόιο — (Leukojum). Γένος μονοκοτυλήδονων φυτών, της οικογένειας των αμαρυλλίδων. Το λ. είναι βολβόριζη πόα με χιτωνοφόρο βολβό, ύψους 10 20 εκ., παράριζα, στενά και γραμμοειδή φύλλα και λεπτό στέλεχος με λευκά άνθη, τα οποία έχουν έξι ωοειδή, ισομεγέθη… … Dictionary of Greek
λευκοίοις — λευκοΐοις , λευκόιον white violet neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκοίου — λευκοΐου , λευκόιον white violet neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκοίων — λευκοΐων , λευκόιον white violet neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκοίῳ — λευκοΐῳ , λευκόιον white violet neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)